-
1 πότε
[потэ] εκίρ. когда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πότε
-
2 ποτέ
[потэ] εκίρ. никогда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποτέ
-
3 то
-
4 когда
επίρ. κ. σύνδ.1. επίρ. ερωτημ. πότε;•когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;
2. επίρ. χρον. πότε•не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•
неизвестно, когда άγνωστο πότε.
3. κάποτε, ενίοτε•когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•
когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.
4. σύνδ. χρον. όταν•это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.
5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.
εκφρ.есть -! – δεν ευκαιρώ!•когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια. -
5 никогда
επίρ.ποτέποτέ-ποτέ, ουδέποτε•δεν είδα κάτι παρόμοιο•никогда в жизни ποτέ στη ζωή•
лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά παρά ποτέ•
как никогда όπως ποτέ άλλη φορά ή άλλοτε.
-
6 никогда
никогданареч ποτέ, οὐδέποτε, μηδέ-ποτε:\никогда не слышал ничего подобного δέν ἄκουσα ποτέ τίποτε τό παρόμοιο· \никогда в жизни ποτέ, οὐδέποτε· как \никогда ὅπως ποτέ ἄλλοτε· лучше поздно, чем \никогда погов. κάλλιο ἀργά παρά ποτέ. -
7 то
то 1σύνδ. πότε, μια•то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•
то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•
она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.
|| με τα μόρια•не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•
не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.
εκφρ.а то – βλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.то 2βλ. тот.то 3(μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.
-
8 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
9 изредка
-
10 иногда
-
11 когда
когда 1. (вопрос) πότε* \когда начало? πότε θ'αρχίση; 2. союз όταν мы пойдём, \когда все соберутся θα πάμε όταν θα μαζευτούν όλοι* * *1.( вопрос) πότε2. союзкогда́ нача́ло? — πότε θ'αρχίσει
мы пойдём, когда́ все соберу́тся — θα πάμε όταν θα μαζευτούν όλοι
-
12 когда-либо
когда-либо, когда-нибудь 1) (в будущем) κάποτε, καμιά φορά \когда-либо поедем и мы κάποτε θα πάμε κι εμείς 2) (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά вы \когда-либо были в Афинах? ήσαστε ποτέ στην Αθήνα;* * *= когда-нибудь1) ( в будущем) κάποτε, καμιά φοράкогда́-либо пое́дем и мы — κάποτε θα πάμε κι εμείς
2) ( в прошлом) ποτέ, καμιά φοράвы когда́-либо бы́ли в Афи́нах? — ήσαστε ποτέ στην Αθήνα
-
13 никогда
никогда ποτέ· я \никогда здесь не был ποτέ δεν είχα έρθει εδώ* * *я никогда́ здесь не́ был — ποτέ δεν είχα έρθει εδώ
-
14 тминный
тмин||ныйприл ἀπό κύμινο:\тминныйная во́дка τό ρακί μέ κύμινο. τό I союз1. (тогда) τότε:если будет поздно, то не приходи́ ἐάν εἶναι ἀργά τότε μήν ἐρχεσαι· если так, то я не возражаю ἐάν εἶναι ἔτσι τότε δέν ἔχω ἀντίρρηση· 2.:то... то... πότε... πότε... ἄλλοτε... ἄλλοτε...· то один, то другой πότε ὁ ἔνας, πότε ὁ ἄλλος· 3.:не то... не то... ούτε... ὁὔτε...· не то снег, не то дождь ὁὔτε χιόνι οὔτε βροχή· ◊ и то хорошо́ πάλι καλα остался оди́и, (да) и то плохой ἔνας Εμεινε κι· αὐτός κακός· (а) не τό εἰδεμή, είδάλλως· то и дело κάθε λίγο καί λιγάκι· то есть δηλαδή, τοῦτ' ἔστιν. -το II частица перев. оборотом ἀκριβώς:этого-то я и хотел αὐτό ἀκριβῶς ήθελα· где-то он сеи́час? ποῦ νδναι αὐ-τήν τήν στιγμή. τό III ср. р. от тот. -
15 урывками
урывкаминареч στη χάση καί στή φέξη, πότε πότε:видеться \урывками βλεπόμαστε πότε πότε. -
16 временами
επίρ.πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, κάπου-κάπου, που και πού, κάποτε-κάποτε, ενίοτε•временами шел дождь πότε-πότε έβρεχε.
-
17 побранивать
ρ.δ. μαλώνω, επιπλήττω, βρίζω πότε-πότε ή λίγο.μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι πότε—πότε ή λίγο. -
18 пусто
επίρ.αδειανά. || ως κατηγ. δεν υπάρχει (δεν είναι, δεν έχει) τίποτε, είναι άδειο•в копилке пусто ο κουμπαράς είναι άδειος•
в комнате было пусто το δωμάτιο ήταν άδειο.
εκφρ.то густо, то -; разом густо, разом пусто – πότε πολύ, πότε τίποτε, πότε γεμάτο, πότε άδειο•чтоб тебе (ему, вам, им) пусто было пусто – που να σε πάρει ο διάβολος. -
19 когда-либо
когда||-либо, когда||-нибудьнареч1. (в будущем) κάποτε, καμιά φορά:придете ли вы \когда-либо-нибудь ко мне? θάρθετε ποτέ νά μέ δείτε·2. (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά:слыхали ли вы э́то \когда-либонибудь? ἀκούσατε ποτέ τέτοιο πράμα; -
20 когда-нибудь
когда||-либо, когда||-нибудьнареч1. (в будущем) κάποτε, καμιά φορά:придете ли вы \когда-нибудь-нибудь ко мне? θάρθετε ποτέ νά μέ δείτε·2. (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά:слыхали ли вы э́то \когда-нибудьнибудь? ἀκούσατε ποτέ τέτοιο πράμα;
См. также в других словарях:
πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… … Dictionary of Greek
ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου … Dictionary of Greek
πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek
ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά … Dictionary of Greek
Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek